ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΡΙΑΡΗΣ

03/19/2010 11:12:00 AM

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΡΙΑΡΗΣ

Την παρακάτω βιογραφία βρήκα σε κάποιο βιβλίο του 1900 και την παρουσιάζω γιατί έχει ενδιαφέρον ότι το όνομα Κριάρης (και όχι Κριαράς) δίνεται από τον λαό σ αυτούς που έδειξαν εντυπωσιακή ανδρεία στους πολέμους κατά των Τούρκων.

Εν ταις σελίσι του ημετέρου ημερολογίου καθίστατε όντος αδύνατον να πριγράψωμεν, ως πρέπει , τον βίον του ανδρός , ου αι πράξεις απαρτίζουσιν ολόκληρον ιστορίαν ονόματος, όπερ πάντοτε θα ψάλλει η ποίησης και θα περισώζη ένδοξον και αθάνατον η καθολική ιστορία του Ελληνισμού , μεταξύ των πρώτων μαρτύρων υπέρ της ελευθερίας. Γόνος ιστορικής οικογενείας των καλούμενων «Μπενίδων» εγεννήθει κατά Μάρτιον του 1797 εν ηρωικώ χωρίω Κουστογεράκο της επαρχίας Σελήνου Κρήτης.

Ο πατήρ αυτού πρότερον Μπενής καλούμενος, μετωνομάσθει Κριάρης κατά το 1769 επί Δασκαλογιάννη δια την ακατάσκετον ορμήν και δια την ανδρεία, ην είχεν εις τον πόλεμον, ως οπλαρχηγός των Σεληνιωτών κατά την επανάστασην εκείνην.
Ανεδείχθη δε τοιούτος και κατά τη επανάστασιν του 1821, απ΄ αρχής μέχρι τέλους αύτης . Η οικογένεια των Μπενίδων κατώκει το ορεινόν χωρίον Κουστογέρακον το αποθανατισθέν εν τοις Κρητικοίς γάμοις του Ζαμπελίου, ένθα εγεννήθη ο επί Ενετών ήρως Καντανολέων.
Ο Κων. Κριάρης μέχρι του 1821 ήτο ποιμήν του πλουσίου πατρός του, αλλά κατά την επανάστασιν ταύτην μετά των 5 ετέρων αδελφών του εδράξαντο των όπλων ταχθέντες υπό την σημαία του πατρός των.
Μετά θάνατον όμως των τριών ανδρείων μεγαλειτέρων αυτού αδελφών εν μια μάχη της «Μονής» πλησίον του Κουστογέρακου, των και κατακρεουργηθέντων , ο Κων. Κριάρης παραιτηθέντος του πατρός του, ως εκ της προβεβηκυίας ηλικίας του, ανεδείχθη «Καπετάνιος του Κουστογέρακου», ακολουθώς έκτοτε τον εκλεχθέντα γενικόν αρχηγόν Σελήνου, ήρωα Κουμήν ως υπαρχηγός αυτού. Σημειωτέον ότι εκ της οικογενείας ταύτης των «Μπενίδων» ούσης κατά την επανάστασιν ταύτην του 1821 εν τη ακμή της. Εφονεύθησαν καθ΄ όλον το διάστημα του αγώνος 28 μέλη αυτής. Μετά το πέρας της επαναστάσεως εκείνης εν Κρητη, ο ήρωας Κουμής μετά του πρωτοπαλληκάριου του, ως ωνόμαζεν αυτό, Κων Κριάρη, ανεχώρησαν μεταβάντες εις Ναύπλιον μετά των επιζώντων αδελφών του Θεοδώρου και Βαρδή Κριάρη. Εκείσε εγκαταστάντες ημείφθησαν παρά του Καποδιστρίου, λαβόντες εθνικάς γαίας εις τν Δήμον Μηνώας, ο δεν Κων. Κριάρης και τον βαθμόν ανθυπασπιστού της φάλαγγος των αγωνιστών. Αλλ’ ο προς την δούλην πατρίδα έρως του Κριάρη δεν άφηνεν αυτόν ήσυχον και ιδίου κατά το 1829 – 1830 εισέρχεται εις πλοιάριον μετά του ηρώος Κουμή, και ετέρων οπλαρχηγών της Κρήτης και αποβιβάζονται οι μεν άλλοι οπλαρχηγοί εις Σούγιαν του Σελήνου, ο δε Κουμής μετά του Κριάρη και 7 άλλων εις το νησίδιον, «Γραμβούσα» καλούμενον, φρούριο λίαν ισχυρόν τότε, ύπερ δι’ ευφυεστάτου και τολμηροτάτου στρατηγήματος, του Κουμή, κυριεύουσι και ιδού έρχεται η εποχή η κληθείσα «των Γραμβουσιανών» Το 1833, εν χωρίω Μουρνιές της Κυδωνίας συνάθροισις εξ’ όλων των προκρίτων της Κρήτης αποτελεσθείσα, εν μια φωνή εζήτει την ένωσιν μετά της Ελλάδος. Επειδή όμως οι Πρόξενοι Γαλλίας, Αγγλίας προέτρεπον τους συναθροισθέντας να ζητήσωσι την προστασία των χωρών τους, και ούχι την ένωσιν μετά της Ελλάδος οι δε συναθροισθέντες ηρνούντο, οι πρόξενοι δυσαρεστηθέντες προέτρεψαν τον Μουσταφά Πασσά ίνα αμέσως συλλάβει τους πρόκριτους τούτους και τους τιμωρήση παραδειγματικώς. Ο δε Πασσας απροσδοκήτος πολιορκήσας το ειρημένον χωρίον συνέλαβεν εξ’ αυτών εννενήκοντα και τρεις, ους και αμέσως εκρέμασεν εις τας εν τω χωρίω Μωρέας.
http://kriaras.com/wp/kriaras-124.php

Η εποχή αύτη άφηκε λυπηρότατας αναμνήσεις υπό το όνομα «τον καιρόν τον Μουρνιδών» Ο Κριάρης τότε, ων εις των προκρίτων, κατώρθωσε να δραπετεύσει και διαφύγει των χειρών του Πασσά μετ’ άλλων. Μετέβη δε μετά τούτων επί των Λευκών ορέων, ένθα καταδιώκετο, οπότε μετά παρέλευσιν μηνών εξ’ κατώρθωσεν ο γηραιός πατήρ του, αφού εδαπάνησε μέγας μέρος της περιουσίας του, δωροδωκών τους Τούρκους να τω δοθή αμνηστεία, και ούτω ηδυνήθη να επανέλθη εις το χωρίον του. Έκτοτε επί 8 έτι διήγεν βίον ήσυχον. Ότε όμως κατά το 1841 η Κρήτη έλαβε τα όπλα, ο Κ. Κριάρης αφείς το άροτρον και την ποιμενικήν ράβδον, αναφαίνεται πρωταγωνιστών εν τη σκηνή των Κρητικών δραμάτων. Συνενοηθείς μετα του υποκινητού της επαναστάσεως εκείνης αρχηγού Χαιρέτη, και μετ’ άλλων εν Ναυπλίω διαμενόντων οπλαρχηγών, πρώτος ύψωσε την σημαίαν της επαναστάσεως εκείνης. Υποδεχθείς δε εις Σούγιαν τους εξ’ Ελλάδος αφιχθέντας αρχηγούς, Χαιρέτην, Κουμήν, Χάλην και Νιώτην, μετέβη μετ’ αυτών και των στρατιωτών του Σεληνιωτών, ως Αρχηγός πλέον Σελήνου, εις Αποκόρωνα, ένθα εκεί συνήφθη η πρώτη μάχη «εις το χωρίον Πρόβαρμα» Εν τη μάχη τάυτη περιώνυμος κατέστη η ανδρεία του Κ. Κριάρη, το δ’ όνομα του πλέον διαφημίσθη καθ’ άπασαν την Νήσον. Μετά το πέρας και ταύτης της ατυχούς επαναστάσεως, ο Κ. Κριάρης, καταδιωκόμενος υπό της Τούρκικης αρχής, απήλθεν εις Ελλάδα πάλιν, ένθα τιμηθείς δια τους αγώνας του παρά του βασιλέως Όθωνος, έλαβε παρ’ αυτού τότε αργυρούν και χαλκούν παράσημο του Αγώνος του Σωτήρος και τον βαθμόν λοχαγού της Φάλαγγος. Έμενεν έκτοτε εν Αθήναις, οπότε μετά την μεταπολίτευσιν του 1843, ο Κριάρης ων εις εκ των γενναίων υπερασπιστών του Καλλέργη μετ’ άλλων Κρητών, ιδών εξορισθέντα τον Καλλέργην, παράτησε τον βαθμόν του λοχαγού και αναχώρησεν εξ’ Αθηνών επανελθών εις Κρήτη.
Πλέον έμενεν εν τω χωρίω του μέχρι το 1858. Κατά το έτος τούτο, νέον πάλιν κίνημα των Κρητών εγένετο, ευτυχώς όμως αναίμακτον. Συναθροισθέντες εξ’ όλων των επαρχιών της Κρήτης εις θέσιν «Μπουτσουνάρια», πάντες οι αρχηγοί και πρόκριτοι των, επαρχιών, και πλήθος λαού εις πολλάς χιλιάδας ανερχόμενον, εζήτουν την κατάργησιν του κεφαλικού φόρου και πολλά άλλα προνόμια. Εκεί ο Κριάρης πρωταγωνιστών και πάλιν ως Αρχηγός της επαρχίας του, εξελέγη υφ’ απάσης της συναθροίσεως Γενικός Φρούραρχος αυτής. Ο ενδοξότερος βίος του Κωνσταντίνου Κριάρη, υπήρξε κατά την επανάστασιν του 1866. Γενικός αρχηγός και κατά αυτήν ταύτην , συνεκρότησε κατά την 17 και 18 Αυγούστου τας δύο μεγάλας μάχας εν Σταυρό της Κανδάνου καθώς αυτός μεν επληγώθη επί του δεξιού κροτάφου, τέταρτος δε αδελφός του, ο Θεόδωρος, εφονεύθη και κατεκρεουργήθη υπό των Τούρκων. Κατά το 1866 ο Κριάρης, κατά το τριετές διάστημα της επαναστάσεως, συνεκρότησε κι παρευρέθη εις 84 συστηματικάς μάχας. Αι σπουδιότεραι μάχαι εν αίς ανεδείχθη και ως άριστος στρατηγός ,και ως ανδρείος πολεμιστής, ήσαν εν μεν τω Σελήνω, αι δύο μάχαι του Σταυρού της Κανδάνου, η της Παλαιοχώρας , η του Κουστογεράκου, η της Αχλάδα, η του Ομαλού και η των Ποροσελιών, εν Κισσάμω, η των Σταυρακιών, η του Κακοπέτρου, η του Καστελίου και η της Αγριμοκεφάλας, εν Κυδωνία, η των Φωκιών, η του Θερίσου, η των Μπουτσουναριών και η των Κάμπων, εν Αποκορώνω η του Βαφέ, η της Κάινας, η των Μπεμονίων και η του Μελιδονίου, και εν Σφακίοις, η της Αράδενας, η της Αγίας Ρουμέλης, η του Καλλικράτη και η του Μπρόσνερου. Κατά την αιματηράν του 1866 επανάστασιν, ο Κριάρης απώλεσεν εις τας μάχας εκ μεν των στενοτάτων συγγενών του, ήτοι εκ της οικογενείας των Μπενίδων 21 άνδρας, εν οις και δυο αδελφούς του , εκ δε των ετέρων στρατιωτών του 117, επληγώθησαν δε υπέρ τους 100.
Κατά το τέλος της επαναστάσεως ταύτης και αφού πάντες οι Αρχηγοί τη Κρήτης δια συνθηκών, είτ’ άλλως, παρέδωκαν εαυτούς εις του Τούρκους, ο Κριάρης διαλύσας το εις Σαμαριά των Σφακίων στρατόπεδον του, παρέλαβε οκτώ εκ των στρατιωτών του τον υιόν του Γεώργιον και ετράπη την προς Εννέα χωρία της Κισσάμου οδόν, όπως εκείθεν ευρη πλοιάριόν τι δι ου να διαπεράσει εις την Ελλάδα. Εκρύπτετο δε εις τι σπήλαιον εν Πελεκάνω, αναμένων πλοιάριόν τι επί τούτο. Αλλ’ οι Τούρκοι μη ιδόντες τον Κριάρην να υποταχθή αυτοίς, εξήλθον εκ Χανίων και κατεδίωξαν αυτόν. Φθάντες εις Πελεκάνον έμαθον το κρησφύγετον του Κριάρη , όντες δε 300 μεν εκ των εντοπίων Τούρκων, 1200 δε περίπου εκ του τακτικού στρατού περιεκύκλωσαν εξ’ απροόπτους το σπήλαιον νύκτωρ. Και τοι δεν αποσδοκήτος και εξαίφνης επετέθησαν εν νυκτί, και τοι ο αριθμός αυτών ήτο εκατονταπλάσιος, και τοι η θέσης ήτο λίαν στενόχωρος και απελπιστική, καθότι μίαν και μόνο έξοδον είχε το Σπήλαιο, όμως ο Κριάρης εξώρμησεν έξω μετά των υπ’ αυτόν ανδρειών σωματοφυλάκων του ήτοι των 8 και του υιού του, υπακούων εις μίαν και μόνην φωνήν «Καλλίτερα ο θάνατος παρά η άτιμος ζωή» Αι λόγχαι των όπλων των κατά την έξοδον συνεκρούσθησαν προς τας Τούρκους, τα πυρά διασταυρώθηκαν και εις τους πρώτους ανταλλαχθέντας τουφεκισμούς, πίπτουσιν δύο μεν των Τουρκών πρώτον είτε δε και οι φονεύσαντες τους δύο τούτους Τούρκους, εκ των σωματοφυλάκων δε ο Γεωρ. Λιατάκης σημαιοφόρος και ο Μιχαήλ Αντωνομανολάκης πρωτοπαλίκαρα του Κριάρη, πλειστάκις καθ’ όλον το διάστημα της επαναστάσεως αριστεύσαντα και πληγωθέντα.
Τότε ο Κριάρης μετά του υιού του ιδών πεσόντας τους δύο τούτους σωματοφύλακες του, ορμά , πυροβολεί και αντιπυροβολείτε. Οπότε φεύ! Απαισία σφαίρα διαπερά διαμπάξ το ιερούν οστούν αυτού, καταθραύσαν αυτό και φωνών γεορών πίπτει Εκ της φωνής του γνωρίζεται και εις τους Τούρκους τρέχει, ίνα τω αποκόψη την πολίτίμητον καταστάσας κεφαλήν του, αλλ’ ο Κριάρης εγειρόμενος πυροβολεί κατ’ αυτού δια της πιστόλας του και τον πληγώνει κατά το στήθος, και ο Τούρκος οπισθοδρομεί. Μετά τίνας πυροβολισμούς παρακινούμενος υπό του υιού του βαδίζει, εν ω έτι ήτο θερμός εκ της πληγής, ακολουθών τον ρουν μικρού ρύακος κρυφά υπό τας πικροδάφνας, αφήνων το «καπότο του» η θέση ευρίσκετο, όπερ εξηκολούθησαν καταπυροβολούντες οι Τούρκοι, νομίζοντες αυτό σώμα.. Ήρξατο ν’αναφαίνεται η αυγή ότε διερχόμενοι έμπροσθεν τακτικών στρατιωτών, μη διακρίναντων αυτούς ότι ήσαν Χριστιανοί ως εκ της ενδυμασίας, της αυτής ούσης προς τους εντόπιους Τούρκους έφθασεν άνωθεν της κορυφής λόφου τινός εις απόστασιν δύο σχεδόν ωρών από του σπηλαίου κειμένου. Το αίμα έρεε καθ’ όλον τον δρόμον . Ο Κριάρης έστη όπισθεν βράχου μετά του υιού του, ίνα ησυχάση ολίγον εκ του κόπου. Οι Τούρκοι βλέποντας το αίμα, ηκολούθησαν τα ίχνη αυτού και έφτανον πλέον κάτωθεν του βράχου. Τότε βοηθούμενος υπό του υιού του ο Κριάρης, εζώσθει και εξεκίνησεν αναβαίνων τον λόφον ίνα κάμψη όπισθεν αυτού.
Δεν παρήλθεν τέταρτον της ώρας, οπότε πυκνότατη ομίχλη εκάλυψεν τον λόφον. Ουδείς έβλεπε πλέον ούτε τους πλησιέστατα κειμένους του. Συγχρόνως και λεπτή βροχή, οι δε Τούρκοι απώλεσαν τα ίχνη τους. Ο δε Κριάρης έτι τι νεοσχηματισθέν ρυάκιον εκ της βροχής, ίνα απολεσθώσι τα ίχνη εβάδιζεν. Οπότε μετά δύο ώρας έφτασε εις τι χωρίον Μουστάκο καλούμενον, και έπεσεν ημιτεθνεών πλέον, εκείσε εις τι ερημοκκλήσιον. Ιδών δε αυτόν τις εκ των κατοίκων, τον παρέλαβεν εις τι ελαιοτριβείον, όπου έπεσεν επί της πυρίνης λεγόμενης των ελαιών. Τότε ηκούσθη ότι οι Τούρκοι έρχονται εις το χωρίον, ίνα ποιήσωσιν ερεύνας,. Οι κάτοικοι λοιπόν φοβηθέντες , ηρώτησαν τον Κριάρη, τι θα τον κάμωσιν. Ούτος είπεν αύτης να πορευθώσι προς τον Αρχηγόν των Τούρκων, Φούσκην Σελήμ-αγάν καλούμενον καινα τω αναγγείλωσιν ότι ήτο πληγωμένος και να υπάγη να τον παραλάβη. Ούτοι πορευθέντες είπον αυτώ ταύτα. Ούτος δε εις των ανδρειοτέρων Τούρκων, και φίλος άλλοτε του Κριάρη, δεν ηθέλησε να προσλάβει τους σωματοφύλακας του, ούτε να τοις το αναγγείλη, καθότι τότε αυθωρεί ήθελε κατακερματισθεί ο Κριάρης, Αλλ’ επορεύθει μετά τινός ετέρου αγνοούντος, και ευρών τον Κριάρην κατακείμενον και αναισθητούντα εκ της πληγής, καθότι ουδεμία έτι περιποίησις τω είχε γείνει,τω είπε «Γιάντα μωρέ καϋμένε Κριγίαρη, δεν επροσκύνησες κι’ εσύ σαν και τα’ άλλους , ένα Σουλτάνο μωρέ ήθελες να πολεμίσης;» ο δε Κριάρης τω απήνησε « Έτσα μου ήτονε γραφτό να το πάθω, τσή τιμής μου ήτονε γιατί επολεμούσα με ένα αυτοκράτορα Σουλτάνο, και τσή τιμής μου γιατί δεν επροσκύνησα στον αλλόθρησκο μου». Τότε ο έτερος Τούρκος, ον έφερεν ο Φούσκης, ιδών αίφνης ότι ο ομιλών ήτο ο Κριάρης , ον ηγνόσι έστρεψεν πάραυτα κατ’ αυτού το όπλον, ειπών «και ποιος μ’ απαντά μωρέ σκατόπιστε να ου κεντήσω το τυφέκι και πόσα παληκάρια σκύλλε, έχεις φαγωμένα»; Ο δε Κριάρης τω απαντά «Χάρι σου ‘χα να μου κεντήσης όταν ήμουν ζωντανός, μα εδά που είμαι αποθαμμένος θέλεις κέντησε το θέλεις μη το κεντήσης». Τότε ο Φούσκης απομακρύνας το του Τούρκου όπλον είπε συνάμα αυτώ, «Όξω μουρτάτη (ύβρις Τουρκική), αποθαμμένο άνθρωπο μωρέ φοβερίζεις΄» Τότε παραλαβών εφ’ ημιόνου τον Κριάρη επορεύθη δι’ άλλης οδού προς τον Πασσάν, προς ον παρέδωκεν αυτόν. Είτα ήρξαντο κανονοβολισμοί και πυροβολισμοί χιλιάδων στρατιωτών επί τη συλλήψειτου Κριάρη.Ο Πασσάς τον έθηκεν εντός τετραγώνου στρατιωτών, ίνα μη φονευθεί υπό των εντοπίων και τον ωδήγησεν εν παρατάξει εις Χανιά. Η είδησις αφίκετο αστραπηδόν και χιλιάδες Τούρκοι εξέθοντες 4 ώρας μακράν των Χανίων ανέμενον και ηλάλαζον ζητωκραυγάζοντες επί τη συλλήψει του Κριάρη. Εισήλθεν εις Χανιά παιανιζούσης της μουσικής, και ετέθη εις τας φυλακάς. Πάντες οι πρόξενοι των δυνάμεων απήτησαν να μη πάθη τίποτε, καθότι εσκόπουν να τον δηλητηριάσωσιν. Αλλά τούτο δεν εγένετο, καθότι παραλαβών αυτόν διάσημος ιατρός Βώμ υπό την προστασίαν του, τον εθεράπευσε μετά εννεάμηνον εν τω νοσοκομείο των φυλακών. Είτα τη παρεμβάση των Προξένων ηλευθερώθει και εξήλθεν εις το χωρίον του Αζωγηραί, ένθα κατώκησε μετά της εξ’ Αθηνών κατελθούσης οικογενείας του. Εκείθεν μετά εν έτος λάθρα ανεχώρησε μετά της οικογενείας του δια πλοιαρίου, και μετά 36 ημερών πλούν έφθασεν εις Αθήνας, ένθα μισθοδοτούμενος υπό της Ελλ. Κυβερνήσεως μέχρι του 1878. Κατά το έτος τούτο εξερράγη επανάστασις εν Κρήτη. Καίτοι δε προβεβηκών την ηλικίαν κατήλθεν εις Κρήτην μετά των τριών υιών του Γεωργίου, Ιωάννου και Αριστείδου, ένθα εξελέγη και πάλιν Αρχηγός των Σεληνιωτών. Μετά το πέρας της επαναστάσεως ταύτης, επανήλθεν εις Αθήνας, ένθα παρέμεινε μέχρι της τελευτής αυτού.


Comments

  1. [...] ΕΔΩ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΕΤΑΙ Ο ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΡΙΑΡΗΣ (Βλέπε σχετική βιογραφία)  ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΤΟΥ ΣΤΟΥΣ [...]

    kriaras.com » Blog Archive » Ιωάννης Καποδίστριας: Ο Καπετάνιος από την Ιστρία (περιοχή της ανατολικής Μολδοβλαχίας κοντά στην Οδησσό). - October 5, 2010 12:44 am

  2. Η κατακρεούργηση του Θεοδώρου Κριάρη, αδελφού του Κωνσταντίνου, εις την μάχη του Σταυρού Καντάνου, είχε σαν αποτέλεσμα τον αποκεφαλισμό του, την δημιουργία μπαιρακιού «σημαίας» με την κάρα του αποκεφαλισμένου που την οδήγησαν στον Αζωγυρέ Παλαιοχώρας ,ένθα ο «τελάλης» την μεθεπόμενη ειδοποίησε τον Κριάρη Κωνσταντίνο να μεταβεί στην θέση «πηγαδάκια» που ετοίμαζαν τραπέζι οι τούρκοι και να συζητήσουν περί φλεγόντων θεμάτων.
    Ο Κριάρης οξυδερκείς κατάλαβε το γεγονός ότι οι τούρκοι ήθελαν να προσφέρουν προς γεύμα την κεφαλή του αδελφού του, και απήντησε: «Βράστε την μωρά φάτε την, για μια κεφαλή δεν αποκάνει η Χριστιανοσύνη.».
    Με την πάροδο του χρόνου ο «Καούρης» είπε στον Κριάρη. «Έλα Κωσταντί να σου δείξω που έχουνε πετάξει σε ΄ρνα τρόχαλο την κεφαλή του αδελφού σου να την νε θάψεις». «Άστηνε μωρέ κόκαλα είναι…» απήντησε ο Κριάρης.
    Η Ιστορία αυτή μεταφέρετε προφορικά από τον Θεόδωρο Κωνσταντίνου Κριάρη (1887-1981) εγγονό του κατακρεουργημένου και παππού μου, εκ της μητρός μου Αγγελικής Πατεράκη του γένους Θεόδωρου Κριάρη.
    Κωνσταντίνος Γεωργίου Πατεράκης

    Κωνσταντίνος Γεωργίου Πατεράκης - September 23, 2012 8:35 pm

Leave a comment
Name (required)
Mail (will not be published) (required)
Website

XHTML: You can use these tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <strike> <strong>